Η συγγραφέας Κωνσταντίνα Τασσοπούλου επισκέφτηκε το Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου και τώρα γράφει
Έχω ένα αυτοκίνητο που όλο–όλο τρέχει και που θα σταματήσει; Στον Βόλο.
Kαλά, δεν έχω αυτοκίνητο, έτρεξα όμως και σταμάτησα. Στον Βόλο. Τέσσερις ώρες και κάτι διόδια μακρυά από την πρωτεύουσα για να βγει να με υποδεχτεί η Λεωφόρος Αθηνών. Όσο και να απομακρύνεσαι, αυτό που έχεις μέσα σου θ’ ανακαλύπτεις τελικά. Κανόνας.
Στον Βόλο βρέθηκα για άλλον λόγο, μα ανακάλυψα πως αρκεί ως λόγος για να τον επισκεφθείς το αρχαιολογικό του μουσείο. Το Αθανασάκειο. Αυτό που ο έμπορος Αλέξιος Αθανασάκης από την Πορταριά Πηλίου έκανε πραγματικότητα με δικά του χρήματα, καλύπτοντας μιαν ανάγκη επιτακτική: να στεγαστούν οι γραπτές επιτύμβιες στήλες που έρχονταν στο φως η μια μετά την άλλη, κατά τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτές οι επιτύμβιες στήλες έφεραν κι εμένα στο φως. Ομολογώ πως κάτι αντίστοιχο δεν είχα ξαναδεί.
Πόση ζωή ζωγραφισμένη επάνω στον θάνατο, πόσες συγγένειες, πόσες φιλίες, πόσες σχέσεις αγάπης έγιναν δικές μου, απλώς επειδή αντίκρυσα το τέλος τους… Πόσο χρώμα έντονο! Οι συγκεκριμένες επιτύμβιες στήλες, επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό του τείχους της αρχαίας Δημητριάδος, διατήρησαν τα χρώματά τους ολοζώντανα, παράλληλα με υπέροχες λεπτομέρειες της τότε ζωής. Ας πούμε, ο κόκκινος φιόγκος που τυλίγεται σε κάποιες απ’ αυτές, δηλώνει τη χαρά που εγκαταλείπει το σπίτι μαζί με τον σύζυγο που πεθαίνει. Βλέπεις, οι νύφες της εποχής έδεναν έναν αντίστοιχο κόκκινο φιόγκο στην άκρη του χιτώνα τους, μαζί με την ευτυχία που πιθανότατα δεν υπολόγιζαν πως θα λυθεί. Από κάπου μακρυά όμως, είχε ήδη ξεκινήσει να κωπηλατεί ο Χάρων. Γύρισα απότομα το κεφάλι και τον αντίκρυσα. Ήταν όντως εκεί. Στη βάρκα του με άλλους τρεις, πλέοντας για το μεγάλο ταξίδι.
Του καθενός το ταξίδι γίνεται μεγάλο μέσα σε κάθε δωμάτιο αυτού του μουσείου.
Δωμάτιο, όχι άψυχη αίθουσα. Νοικοκυριά ολόκληρα στημένα με νοικοκυριό. Με ομορφιά. Βαλμένα στο ράφι όχι μόνον με τάξη, αλλά και με τέχνη. Μουσειογραφία εξαιρετική που φτάνει να συναγωνίζεται και τα ίδια τα ασυναγώνιστα ευρήματα.
Εργαλεία ιατρικά που θα σε κάνουν να χαμογελάσεις. Ίδια σπάτουλα χρησιμοποιεί κι ο παθολόγος για να μου εξετάσει τον λαιμό. Ίδια ωτογλυφίδα πήρε πέρυσι και ο ΩΡΛ για να μου αφαιρέσει το βαμβάκι από τ’ αυτί. Ίδια η ανάγκη της γυναίκας να θαμπώσει μ’ ένα ολόχρυσο περιδέραιο κι ένα ζευγάρι ακριβά σκουλαρίκια. Ίδια η σαλατιέρα στην οποία σέρβιρε το μεσημεριανό φαγητό, μόνον που τότε προτιμούσε να τη λέει σκύφος. Ίδιο ακόμα και το φαγητό. Είδα με τα μάτια μου διατηρημένα σύκα, βελανίδια, φακές, μπιζέλια, ελαιοπυρήνες˙ τα κουκούτσια που κάποιο αρχαίο στόμα έσπρωξε με τη γλώσσα για να πέσουν στο χώμα, ίδια μάλλον με τον τρόπο που φτύνω κι εγώ προκειμένου να φάω την ελιά μου. Ίδια; Το παλαιό μπιμπερό λεγόταν θήλαστρο και για στόλισμα δεν είχε έναν πολύχρωμο Μίκυ, μα κάποιο πιο αφηρημένο σχέδιο σε γήινους τόνους. Η ανάγκη να ταΐσεις με ευκολία ένα βρέφος όμως, ίδια. Ίδια και η ανάγκη για να το κοιμίσεις, εξού και είδα και αρχαία κουδουνίστρα.
Είναι μοναδικά τα όσα σου δείχνει το «Αθανασάκειον Μουσείον», το τρίτο της χώρας σε αξία εκθεμάτων και το μεγαλύτερο της Θεσσαλίας. Νοιώθω πως δεν έχει προβληθεί όσο του αξίζει. Θα μου πεις, δεν προβάλλονται πάντοτε αυτοί που αξίζουν, αλλά επειδή αξίζουν θα πέσεις και πάνω τους κάποια στιγμή, δεν μπορεί. Εδώ πάντως, να φροντίσεις να πέσεις και αν συνοδεύεις παιδιά να φροντίσεις περισσότερο.
Αν είναι αγόρια θα τρελαθούν με τα εργαλεία. Άλλα από κέρατα ζώων, άλλα από ξύλο, άλλα από λίθο. Θα δουν και δόντια και οστά ζώων. Θα δουν ξυράφια, σιδερένια μαχαίρια, αιχμές δοράτων, βέλη, ξίφη, λεπίδες. Πράγματα αιχμηρά που ο καιρός ευτυχώς ξέρει να λειαίνει.
Θα δουν και το αγαλματίδιο του Γαλάτη Πολεμιστή. Άραγε να υπήρξε φίλος με τον Αστερίξ;
Αν είναι κορίτσια θα εντυπωσιαστούν από τα λίθινα κουμπιά, τα γαλαζωπά γυάλινα βαζάκια, τα λογής-λογής δαχτυλίδια, τις χάλκινες περόνες που θα τους φέρουν στο νου καρφίτσες με τις οποίες κλείνουν και τις δικές τους φούστες. Θα εντυπωσιαστούν από τις κουβαρίστρες, τα μικρά εδώλια ζώων, τον κλίβανο, που μέσα του ψήνονταν ένα σωρό κεραμικά.
Αν είναι μόνον η δική σου παιδικότητα που θα σε συνοδεύει, σκύψε με ευλάβεια πάνω από τον ορθάνοιχτο τάφο και κοίταξε προσεχτικά. Ανάμεσα σε αγαπημένα του αντικείμενα βρίσκεται ξαπλωμένος ένας σκελετός που κάποτε έκανε όνειρα σαν τα δικά σου. Ζωή σαν τη δική σου ή και εντελώς διαφορετική, μα επίσης θνητή, επίσης μετρημένη. Δεν είναι αυτό μια καλή αφορμή για να μη λησμονείς να ζεις; Με τις όποιες δυσκολίες, δεν είναι; Σκέψου το και δώσε σε σένα την απάντηση, όχι σε μένα. Σκέψου το όταν θα έχεις πίσω σου την επίσκεψη και μπροστά σου τη θάλασσα. Όταν θα καθίσεις στο τσιπουράδικο και με το ποτηράκι σου γεμάτο, θα τσουγκρίζεις νοερά με κάθε θαμώνα που ήπιε κάποτε κρασί στο «Μαγειρείον της Δημητριάδος», την ταβέρνα που είδες εκτεθειμένη στο μουσείο, ακριβώς όπως ανακαλύφθηκε. Mε όλα της τα πιατικά, όλα της τα κανάτια, όλους της τους καημούς και τις χαρές που πριν από αιώνες είχε σερβίρει.
Υ.Γ. Μην αμελήσεις να μπεις στο δωμάτιο με τα ακουστικά για να ακούσεις όλες τις εκτελέσεις από τη μουσική μιας μοναδικής, αρχαίας, πέτρινης παρτιτούρας. Αν έχεις μαζί σου παιδιά που πάνε σε ωδείο. Αν αγαπάς τη μουσική. Αν αντέχεις τις συγκινήσεις.
Φωτογραφία: Luis Gomezbeck